Η βαρηκοΐα είναι μια σοβαρή πάθηση που βασικά δυσχεραίνει την επικοινωνία του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ανασφάλεια, μειωμένες ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες και πολλές φορές αρνητικότητα στη δημιουργία.

Ανάλογα με τον βαθμό και την ηλικία εμφάνισής της προκαλεί εκτός από τις αντίστοιχες διαταραχές του λόγου και οικογενειακά, κοινωνικά, επαγγελματικά, εκπαιδευτικά, ψυχολογικά και ποικίλα άλλα προβλήματα που μειώνουν δραματικά την ποιότητα ζωής των βαρήκοων ατόμων.

Στα βαρήκοα παιδιά εμποδίζει την σωστή ανάπτυξη της γνώσης, την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας ενώ μειώνει πολύ την εν γένει ψυχοκινητική τους ανάπτυξη και την προσαρμογή τους στο περιβάλλον. Εμποδίζει τους μαθητές και φοιτητές στη σωστή παρακολούθηση των μαθημάτων και των σπουδών τους, ενώ οι εργαζόμενοι χάνουν σημαντικά σημεία της δουλειάς τους και της επαγγελματικής επικοινωνίας τους. Δυσκολεύει τις επαφές σε κοινωνικές εκδηλώσεις και μειώνει την δυνατότητα απόλαυσης των διαφόρων ήχων της φύσης, της μουσικής, τηλεόρασης, θεάτρου, κινηματογράφου κτλ, ενώ η τηλεφωνική επικοινωνία γίνεται πολύ δύσκολη και πολλές φορές αδύνατη.

Η βαρηκοΐα θεωρείται η τρίτη σε συχνότητα χρόνια πάθηση, ενώ μία στις τέσσερις οικογένειες βιώνει το πρόβλημά της με ένα ή περισσότερα βαρήκοα άτομα.

Το 10% του πληθυσμού παγκοσμίως παρουσιάζει ένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα ακοής ποικίλης αιτιολογίας. Κανείς όμως δεν γνωρίζει ακριβώς τον αριθμό των βαρήκοων, που αυξάνει συνεχώς και λόγω της ηχορύπανσης και της γήρανσης του πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως ο αριθμός των βαρήκοων, με βαρηκοΐα πάνω από 25dB, έφτασε το 2005 τα 560 εκατομμύρια εκ των οποίων τα 70 εκατομμύρια στην Ευρώπη. Υπολογίζεται επίσης σύμφωνα με προβλέψεις του Βρετανικού Ινστιτούτου Έρευνας Ακοής, ότι ο αριθμός αυτός θα φτάσει το 2015 τα 700 εκατομμύρια εκ των οποίων 90 εκατομμύρια στην Ευρώπη, και το 2025 θα φτάσει τα 900 εκατομμύρια. Ο αριθμός των βαρήκοων το 1994 ήταν 440 εκατομμύρια, παρατηρείται δηλαδή μια αύξηση 120 εκατομμυρίων σε μια δεκαετία.

Στις Η.Π.Α. οι βαρήκοοι είναι 28 εκατομμύρια εκ των οποίων 5,2 εκατομμύρια είναι παιδιά. Στην Ισπανία 3 εκατομμύρια, δηλαδή 8,3 του πληθυσμού, παρουσιάζει βαρηκοΐα.
Παγκοσμίως το 40% των ατόμων άνω των 60 ετών, το 10% των ατόμων ηλικίας 21-60 και το 1,5% των παιδιών ηλικίας 0-20, έχουν μειωμένη ακουστική ικανότητα, ενώ το 50% των βαρήκοων είναι κάτω των 65 ετών.
1 στα 22 παιδιά σχολικής ηλικίας αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής αλλά μεγάλη έρευνα και δημοσκόπηση έδειξε ότι οι περισσότεροι από τους νέους δεν θεωρεί την βαρηκοΐα σαν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Το ακουστικό αποτελεί ένα πάρα πολύ αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης της βαρηκοΐας.

Η χρήση του προσφέρει πολύ μεγάλη βελτίωση της ακουστικής ικανότητας του βαρήκοου με άμεσο αποτέλεσμα την βελτίωσή του επίσης στην επικοινωνία, ψυχολογία και την εν γένει κοινωνική του επανένταξη. Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα ακουστικά προσφέρουν μεγάλη και ουσιαστική βοήθεια, 4 στα 5 άτομα που χρήζουν εφαρμογής τους δεν τα χρησιμοποιούν λόγω βασικά των κοινωνικών προκαταλήψεων της μη αποδοχής της εφαρμογής και χρήσης τους, της ελλιπούς ενημέρωσης και πληροφόρησης κτλ., Ο μέσος όρος του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την πρωτογενή γνωμάτευση έως την εφαρμογή ακουστικού για τους μεν ενήλικες είναι 5 περίπου χρόνια, ενώ για τα παιδιά πολύ μικρότερος έως και άμεσος.

Ιστορικά αναφέρεται ότι το πρώτο ακουστικό βαρηκοΐας παρουσιάστηκε το 1899 και ήταν μεγάλο σε μέγεθος, όπως μια μικρή βαλίτσα και πολύ δύσκολο στην μεταφορά και χρήση. Από τότε μέχρι και σήμερα έχουν γίνει πολλά βήματα για την βελτίωσή τους τόσο στην τεχνολογία όσο και στο μέγεθός τους.

Το 1902 τα ακουστικά έγιναν πολύ πιο μικρά και πιο ελαφριά, ενώ τη δεκαετία του ΄50 έγιναν φορητά και η χρήση τους έγινε μεγαλύτερη και πολύ πιο αποδεκτή. Η τεχνολογία προχώρησε την δεκαετία του ΄80 με την εφαρμογή του ακουστικού μέσα στον ακουστικό πόρο (ενδωτιαίο), ενώ την δεκαετία του ΄90 παρουσιάστηκε το πρώτο ενδοκαναλικό και αθέατο ακουστικό, δίνοντας την δυνατότητα και της διακριτικής, και σε πολλές περιπτώσεις αθέατης εφαρμογής.

Από τεχνολογικής άποψης και αναπαραγωγής του ήχου όλα αυτά τα ακουστικά ήταν αναλογικής τεχνολογίας που χρησιμοποιούνταν βασικά για την ποσοτική ενίσχυση του ήχου. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η ψηφιακή τεχνολογία προχώρησε πάρα πολύ με αποτέλεσμα το 1995 να παρουσιαστεί και να εφαρμοστεί το πρώτο 100% ψηφιακά ακουστικό, με έμφαση εκτός της ποσοτικής και την ποιοτική ενίσχυση του ήχου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμογής τους τα ψηφιακά ακουστικά βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των βαρήκοων, σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και τα άτομα με πολύ μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα να μπορούν να ζουν μια σχεδόν κανονική ζωή, βελτιώνοντας την ποιότητά της σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Τα ψηφιακά ακουστικά αποτελούν το παρόν και θα αποτελέσουν την μοναδική επιλογή εφαρμογής τα επόμενα χρόνια.

Αναφέρεται ότι σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση της Αμερικανικής Ακαδημίας Ακοολογίας, το 2004 για πρώτη φορά ο αριθμός των ακουστικών που εφαρμόστηκαν στις Η.Π.Α. ξεπέρασε τον οριακό αριθμό των 2 εκατομμυρίων και έφτασε τα 2.146.095 εκ των οποίων το 83% ήταν ψηφιακά. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2020 ο αριθμός αυτός θα φτάσει και θα υπερβεί τα 3 εκατομμύρια.

Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία αλλά σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα οι βαρήκοοι υπολογίζονται στις 900.000 άτομα περίπου, εκ των οποίων 60.000 - 80.000 είναι παιδιά ηλικίας 0-18 ετών. Για ένα ποσοστό από αυτούς 40% περίπου, το ακουστικό αποτελεί την μοναδική λύση αποκατάστασής τους.